- αβακοειδής
- -ες (Μ ἀβακοειδής) [ἄβακας]αυτός που έχει σχήμα άβακα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀβακοειδές — ἀβακοειδής like an masc/fem voc sg ἀβακοειδής like an neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
αβακωτός — ή, ό 1. αβακοειδής 2. πλακοστρωμένος … Dictionary of Greek